taper

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

taper (en)

  1. το κερί, το αγιοκέρι
  2. η βαθμιαία μείωση του πάχους σε ένα επίμηκες αντικείμενο, στένεμα προς άκρο (αντικείμενου κτλ.)
    • tapering: βαθμιαία-σταδιακή ελάττωση έντονης άσκησης αθλητή λίγες μέρες πριν από σημαντικό αθλητικό γεγονός

Επίθετο

taper (en)

  • που στενεύει βαθμιαία στην άκρη του, μυτερός

Ρήμα

taper (en)

  1. (μεταβατικό) στενεύω κάτι, το κάνω βαθμιαία στενότερο
  2. (αμετάβατο) στενεύω στις άκρες, γίνομαι στενότερος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.