taper
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
taper
(en)
το
κερί
, το
αγιοκέρι
η βαθμιαία μείωση του πάχους σε ένα επίμηκες αντικείμενο,
στένεμα
προς άκρο (αντικείμενου κτλ.)
tapering
: βαθμιαία-σταδιακή ελάττωση έντονης άσκησης αθλητή λίγες μέρες πριν από σημαντικό αθλητικό γεγονός
Επίθετο
taper
(en)
που στενεύει βαθμιαία στην άκρη του,
μυτερός
Ρήμα
taper
(en)
(
μεταβατικό
)
στενεύω
κάτι, το κάνω βαθμιαία στενότερο
(
αμετάβατο
)
στενεύω
στις άκρες, γίνομαι στενότερος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.