κέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κέρωμα | τα | κερώματα |
| γενική | του | κερώματος | των | κερωμάτων |
| αιτιατική | το | κέρωμα | τα | κερώματα |
| κλητική | κέρωμα | κερώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κέρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κέρωμα ουδέτερο
- η επάλειψη μιας επιφάνειας με κερί ή ουσία που περιέχει κερί για προστασία
- πήγα το αυτοκίνητο για πλύσιμο και μου πρόσφεραν δωρεάν το κέρωμα
Μεταφράσεις
κέρωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.