φιτίλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιτίλι τα φιτίλια
      γενική του φιτιλιού των φιτιλιών
    αιτιατική το φιτίλι τα φιτίλια
     κλητική φιτίλι φιτίλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιτίλι < μεσαιωνική ελληνική φιτίλιν < τουρκική fitil < αραβική فتيل (fatīl)

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈti.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιτίλι

Ουσιαστικό

φιτίλι ουδέτερο

  1. εύφλεκτο νήμα από διάφορα υλικά, για να ανάβει κερί, καντήλι ή εκρηκτικός μηχανισμός
  2. θρυαλλίδα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.