τσερίν

Κυπριακά (el-cyp)

Ετυμολογία

τσερίν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τσερίν ουδέτερο

Πηγές

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 11.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.