κηρογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κηρογραφία | οι | κηρογραφίες |
| γενική | της | κηρογραφίας | των | κηρογραφιών |
| αιτιατική | την | κηρογραφία | τις | κηρογραφίες |
| κλητική | κηρογραφία | κηρογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κηρογραφία < ελληνιστική κοινή κηρογραφία
Μεταφράσεις
κηρογραφία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.