τρικέρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρικέρι | τα | τρικέρια |
| γενική | του | τρικεριού | των | τρικεριών |
| αιτιατική | το | τρικέρι | τα | τρικέρια |
| κλητική | τρικέρι | τρικέρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρικέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τρικέριον < τρικήριον κατά το κηρίον > κερί. Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + κερί.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾiˈce.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐κέ‐ρι
- τονικό παρώνυμο: Τρίκερι
Μεταφράσεις
τρικέρι
|
|
Πηγές
- τρικέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.