κηροστάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κηροστάτης οι κηροστάτες
      γενική του κηροστάτη των κηροστατών
    αιτιατική τον κηροστάτη τους κηροστάτες
     κλητική κηροστάτη κηροστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κηροστάτης < κηρός + -ο- + -στάτης (< αρχαία ελληνική ἵστημι)

Ουσιαστικό

κηροστάτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.