κηρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κηρός οι κηροί
      γενική του κηρού των κηρών
    αιτιατική τον κηρό τους κηρούς
     κλητική κηρέ κηροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηρός. Συγκρίνεται με το κερί.

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κηρός

Ουσιαστικό

κηρός αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές) κερί
  2. (ιδίως στον πληθυντικό κηροί) κηρώδης ουσία, ιδίως εκείνη που προέρχεται από φυτά
    εμπόριο και παραγωγή φυτικών κηρών

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
κηρο- 

και

Δε σχετίζονται: κηρύσσω, ακήρατος.

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κηρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κηρός

Ουσιαστικό

κηρός αρσενικό

  1. το κερί
  2. η λαμπάδα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
κηρο- 
  • κηρο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κηρο- στο Βικιλεξικό όπως κηροπώλης, κηρόπισσον, κηρέλαιον

και

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηρός οἱ κηροί
      γενική τοῦ κηροῦ τῶν κηρῶν
      δοτική τῷ κηρ τοῖς κηροῖς
    αιτιατική τὸν κηρόν τοὺς κηρούς
     κλητική ! κηρέ κηροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηρώ
γεν-δοτ τοῖν  κηροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

κηρός < πιθανό δάνειο από την προελληνική . [1][2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: cera και απόγονοι όπως γαλλικά: cire

Ουσιαστικό

κηρός, -οῦ αρσενικό

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
κηρο- 

παράγωγα & σύνθετα

  • κηρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κηρο- στο Βικιλεξικό όπως κηροδέτης, κηρόδετος, κηρέλαιον

και

  • ἀκήρωτος
  • ἐγκηρίς
  • ἐγκηρόω
  • ἐπικηρόω
  • κατακηρόω
  • κήρα
  • κηριάζω
  • κηρίδιον
  • κηρίζω
  • κηρίνη
  • κήρινθον
  • κήρινθος
  • Κήρινθος
  • κήρινος
  • κηριοειδής
  • κηριοελκός
  • κηριοκλέπτης
  • κηρίολος
  • κηρίον & σύνθετα
  • κηριοποιός
  • κηρίτης
  • κηρίτης λίθος
  • κηρῖτις
  • κηριτρεφής
  • κηριώδης
  • κηρίωμα ?
  • κηρίων
  • κηρόω
  • κήρωμα
  • κηρωματικός
  • κηρωματιστής
  • κηρών
  • κήρωσις
  • κηρωτάριον
  • κηρωτή
  • κηρωτοειδής
  • κηρωτομάλαγμα
  • κηρωτός
  • λευκόκηρος
  • μελίκηρα
  • μελικήριον
  • μελικηρίς
  • μελίκηρον
  • μελίκηρος
  • μελικηρώδης
  • μυροπισσόκηρος
  • πισσόκηρος
  • ῥητινόκηρον
  • σκληρόκηρος

Δε σχετίζονται: κῆρ (ουδέτερο), κήρ (θηλυκό) και τα παράγωγά τους

Ετυμολογία 2

κηρός: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κηρός θηλυκό

  • γενική ενικού του κήρ
      τὸ μὴ τῶν κτεινομένων· οἷον, τὸ μὴ διδόμενον θνητοῖς· καὶ νεκρὸς, κατὰ στέρησιν τῆς κηρός· καὶ νεβρὸς, κατὰ στέρησιν τῆς βορᾶς
    Σχόλιο στην Οδύσσεια, 22 (χ), στίχ. 216 για το «τούτους κτέομεν» σ.251, Ομήρου Επιμερισμοί στο Anecdota Graeca e codd. manuscriptis Bibliothecarum Oxoniensium, τόμος 1ος, 1835.

Αναφορές

  1. κηρός σελ. 689-690 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. κηρός σελ.526-527 - Chantraine, Pierre Dictionnaire étymologique de la langue grecque. (DELG) [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968, Τόμοι 1-4.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.