κηροζίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κηροζίνη | οι | κηροζίνες |
| γενική | της | κηροζίνης | των | κηροζινών |
| αιτιατική | την | κηροζίνη | τις | κηροζίνες |
| κλητική | κηροζίνη | κηροζίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κηροζίνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική kerosene < αρχαία ελληνική κηρός [1][2]
Ουσιαστικό
κηροζίνη θηλυκό
- (χημεία) το εύφλεκτο μείγμα υδρογονανθράκων που προέρχεται από την απόσταξη του πετρελαίου και χρησιμοποιείται κυρίως ως καύσιμο των αεροπλάνων και ως διαλύτης
Αναφορές
- κηροζίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κηροζίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.