κηραλοιφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κηραλοιφή | οι | κηραλοιφές |
| γενική | της | κηραλοιφής | των | κηραλοιφών |
| αιτιατική | την | κηραλοιφή | τις | κηραλοιφές |
| κλητική | κηραλοιφή | κηραλοιφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.