θεσμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεσμός οι θεσμοί
      γενική του θεσμού των θεσμών
    αιτιατική τον θεσμό τους θεσμούς
     κλητική θεσμέ θεσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεσμός < αρχαία ελληνική θεσμός < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-

Ουσιαστικό

θεσμός αρσενικό

  1. παγιωμένη πρακτική ή σχέση μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής που συχνά αποκτά επίσημη μορφή και επικυρώνεται από τη νομοθεσία
    ο θεσμός της οικογένειας
  2. οργανισμός ή οργανωμένη δομή (με νομική υπόσταση) που συμβάλλει στην εξυπηρέτηση των πολιτών
    ο θεσμός των ΚΕΠ
  3. (νομικός όρος) έννομη σχέση η οποία αποσκοπεί στην εκπλήρωση κάποιας κοινωνικής λειτουργίας ή σκοπού και διέπεται από την αντίστοιχη νομοθεσία
  4. (κατ’ επέκταση) συνήθεια με μεγάλη σημασία για ένα άτομο ή μικρό ή μεγάλο σύνολο
    δυο μερούλες κοινών διακοπών σε κάμπινγκ έχουν γίνει πια θεσμός για την παρέα μας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.