θεσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεσμός | οι | θεσμοί |
| γενική | του | θεσμού | των | θεσμών |
| αιτιατική | τον | θεσμό | τους | θεσμούς |
| κλητική | θεσμέ | θεσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεσμός < αρχαία ελληνική θεσμός < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-
Ουσιαστικό
θεσμός αρσενικό
- παγιωμένη πρακτική ή σχέση μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής που συχνά αποκτά επίσημη μορφή και επικυρώνεται από τη νομοθεσία
- ο θεσμός της οικογένειας
- οργανισμός ή οργανωμένη δομή (με νομική υπόσταση) που συμβάλλει στην εξυπηρέτηση των πολιτών
- (νομικός όρος) έννομη σχέση η οποία αποσκοπεί στην εκπλήρωση κάποιας κοινωνικής λειτουργίας ή σκοπού και διέπεται από την αντίστοιχη νομοθεσία
- (κατ’ επέκταση) συνήθεια με μεγάλη σημασία για ένα άτομο ή μικρό ή μεγάλο σύνολο
- δυο μερούλες κοινών διακοπών σε κάμπινγκ έχουν γίνει πια θεσμός για την παρέα μας
Συγγενικά
|
Μεταφράσεις
θεσμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.