εξυπηρέτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξυπηρέτηση | οι | εξυπηρετήσεις |
| γενική | της | εξυπηρέτησης* | των | εξυπηρετήσεων |
| αιτιατική | την | εξυπηρέτηση | τις | εξυπηρετήσεις |
| κλητική | εξυπηρέτηση | εξυπηρετήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξυπηρετήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξυπηρέτηση < (ελληνιστική κοινή) ἐξυπηρέτησις
Ουσιαστικό
εξυπηρέτηση θηλυκό
- οι ενέργειες που αποσκοπούν να εξυπηρετήσουν / υπηρετήσουν κάποιον ή κάτι
- ΚΥΠΡΙΑΚΟ: «Εργαλείο» για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού στην περιοχή (τίτλος άρθρου στην εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 3 Γενάρη 2008)
- οι ενέργειες που γίνονται για την ικανοποίηση ενός πελάτη, π.χ. σε εμπορικό κατάστημα, η περιποίηση σε ξενοδοχείο, εστιατόριο κ.λπ.
- ενέργεια που γίνεται προς όφελος τρίτου, μετά από αίτημά του και από ευνοϊκή διάθεση απέναντί του
- έλεγε ότι είναι φίλος μου, όταν όμως του ζήτησα μια μικρή εξυπηρέτηση, έκανε πως δεν με ξέρει
- ≈ συνώνυμα: εκδούλευση, χάρη
- έλεγε ότι είναι φίλος μου, όταν όμως του ζήτησα μια μικρή εξυπηρέτηση, έκανε πως δεν με ξέρει
- (για δάνειο) η τακτική πληρωμή των δόσεων και η κανονική εξόφληση χρέους
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.