θεσμοθέτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεσμοθέτηση οι θεσμοθετήσεις
      γενική της θεσμοθέτησης* των θεσμοθετήσεων
    αιτιατική τη θεσμοθέτηση τις θεσμοθετήσεις
     κλητική θεσμοθέτηση θεσμοθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεσμοθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεσμοθέτηση < (ελληνιστική κοινή) θεσμοθέτησις

Ουσιαστικό

θεσμοθέτηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.