παγιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παγιωμένος | η | παγιωμένη | το | παγιωμένο |
| γενική | του | παγιωμένου | της | παγιωμένης | του | παγιωμένου |
| αιτιατική | τον | παγιωμένο | την | παγιωμένη | το | παγιωμένο |
| κλητική | παγιωμένε | παγιωμένη | παγιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παγιωμένοι | οι | παγιωμένες | τα | παγιωμένα |
| γενική | των | παγιωμένων | των | παγιωμένων | των | παγιωμένων |
| αιτιατική | τους | παγιωμένους | τις | παγιωμένες | τα | παγιωμένα |
| κλητική | παγιωμένοι | παγιωμένες | παγιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παγιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παγιώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.