υπόσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόσταση οι υποστάσεις
      γενική της υπόστασης* των υποστάσεων
    αιτιατική την υπόσταση τις υποστάσεις
     κλητική υπόσταση υποστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόσταση < αρχαία ελληνική ὑπόστασις < ὑφίστημι / ὑφίσταμαι < ὑπό + ἵστημι

Ουσιαστικό

υπόσταση θηλυκό

  1. ύπαρξη, τρόπος ύπαρξης
    Για να αποκτήσει ένας σύλλογος νομική υπόσταση, πρέπει να εγκριθεί το καταστατικό του από το Πρωτοδικείο.
  2. βάση, λογικό στήριγμα, λογική, βασιμότητα
    Αυτά τα λόγια είναι φήμες χωρίς υπόσταση.
  3. (θρησκεία) το καθένα από τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.