δομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δομή | οι | δομές |
| γενική | της | δομής | των | δομών |
| αιτιατική | τη | δομή | τις | δομές |
| κλητική | δομή | δομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δομή < (ελληνιστική κοινή) δομή (κτίσμα) - η αρχαία σημασία διατηρείται σήμερα στα σύνθετα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðoˈmi/
Ουσιαστικό
δομή θηλυκό
- η διάρθρωση ενός συνόλου καθώς και το σύνολο που χαρακτηρίζεται από μία τέτοια διάρθρωση
- (πληροφορική) ομαδοποίηση δεδομένων ώστε να είναι διαχειρίσιμα ως ομάδα, σαν μία οντότητα (βλ. δομή δεδομένων)
Σύνθετα
- → και δείτε τις λέξεις -δομία και -δόμος
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.