ΚΕΠ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈcep/
Συντομομορφή
Κ.Ε.Π.. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο
- δημόσια υπηρεσία εξυπηρέτησης πολιτών σε συναλλαγές τους με το δημόσιο
- Θα πάω στο ΚΕΠ για να πάρω ένα πιστοποιητικό γέννησης.
- (αεροπορικός όρος) υποδομή ελέγχου των αεροσκαφών που πετούν σε συγκεκριμένο υψόμετρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.