θεσμοθεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεσμοθεσία οι θεσμοθεσίες
      γενική της θεσμοθεσίας των θεσμοθεσιών
    αιτιατική τη θεσμοθεσία τις θεσμοθεσίες
     κλητική θεσμοθεσία θεσμοθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεσμοθεσία < ελληνιστική κοινή θεσμοθεσία < αρχαία ελληνική θεσμός + θέσις < τίθημι. Συγχρονικά αναλύεται σε θεσμ(ός) + -ο- + -θεσία

Ουσιαστικό

θεσμοθεσία θηλυκό

  1. συνώνυμο του θεσμοθέτηση
  2. το σύνολο των θεσμών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.