θεσμοφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεσμοφύλακας οι θεσμοφύλακες
      γενική του θεσμοφύλακα των θεσμοφυλάκων
    αιτιατική τον θεσμοφύλακα τους θεσμοφύλακες
     κλητική θεσμοφύλακα θεσμοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεσμοφύλακας < αρχαία ελληνική θεσμοφύλαξ <  δείτε τις λέξεις θεσμός και φύλαξ

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.zmoˈfi.la.kas/

Ουσιαστικό

θεσμοφύλακας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.