θεσμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεσμικός η θεσμική το θεσμικό
      γενική του θεσμικού της θεσμικής του θεσμικού
    αιτιατική τον θεσμικό τη θεσμική το θεσμικό
     κλητική θεσμικέ θεσμική θεσμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεσμικοί οι θεσμικές τα θεσμικά
      γενική των θεσμικών των θεσμικών των θεσμικών
    αιτιατική τους θεσμικούς τις θεσμικές τα θεσμικά
     κλητική θεσμικοί θεσμικές θεσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεσμικός < θεσμός + -ικός < αρχαία ελληνική θεσμός < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-

Επίθετο

θεσμικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.