έννομη σχέση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έννομη σχέση < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

έννομη σχέση

  • είναι η σχέση ενός προσώπου προς ένα άλλο πρόσωπο ή προς ένα άλλο πράγμα και ρυθμίζεται από το δίκαιο. Ο όρος αντιδιαστέλλεται από τις απλώς βιοτικές σχέσεις (π.χ. φιλία, συναισθηματικός δεσμός), τις οποίες το δίκαιο δεν θεωρεί ως τόσο ουσιώδεις ώστε να τις ρυθμίσει. Από τις έννομες σχέσεις πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.