θεσμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θεσμίζω < θεσμός + -ίζω

Ρήμα

θεσμίζω (παθητική φωνή: θεσμίζομαι)

  • (λόγιο) δημιουργώ θεσμούς
    Αυτή τη φιλοσοφική διάσταση συμπληρώνει η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας με την κοινωνιολογική-ψυχαναλυτική ανάλυση για το πώς θεσμίζεται ιστορικώς το άτομο, για το πώς συμβαίνει ο εκ-κοινωνισμός της ψυχής, που αφορούν την ατομική φαντασία. (*)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.