вулкан
Βουλγαρικά
(bg)
Ουσιαστικό
вулкан
(bg)
αρσενικό
το
ηφαίστειο
Λευκορωσικά
(be)
Ουσιαστικό
вулкан
(be)
το
ηφαίστειο
Ρωσικά
(ru)
Ουσιαστικό
вулкан
(ru)
(
vulkán
)
αρσενικό
το
ηφαίστειο
Σλαβομακεδονικά
(mk)
Ουσιαστικό
вулкан
(mk)
αρσενικό
το
ηφαίστειο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.