Ἥφαιστος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἥφαιστος
      γενική τοῦ Ἡφαίστου
      δοτική τῷ Ἡφαίστ
    αιτιατική τὸν Ἥφαιστον
     κλητική ! Ἥφαιστε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἥφαιστος < προελληνική ς προέλευσης [1]

Κύριο όνομα

Ἥφαιστος αρσενικό

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.