εκρέω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκρέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκρέω < ἐκ + ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew- (ρέω) < *ser - (ἀραρίσκω). Συγχρονικά αναλύεται σε εκ- + ρέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈkɾe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κρέ‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐ρέ‐ω
Ρήμα
εκρέω, πρτ.: εξέρρεα, στ.μέλλ.: θα εκρεύσω, αόρ.: εξέρρευσα (χωρίς παθητική φωνή)
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκρέω | εξέρρεα | θα εκρέω | να εκρέω | εκρέοντας | |
| β' ενικ. | εκρέεις | εξέρρεες | θα εκρέεις | να εκρέεις | (έκρεε) | |
| γ' ενικ. | εκρέει | εξέρρεε | θα εκρέει | να εκρέει | ||
| α' πληθ. | εκρέουμε | εκρέαμε | θα εκρέουμε | να εκρέουμε | ||
| β' πληθ. | εκρέετε | εκρέατε | θα εκρέετε | να εκρέετε | εκρέετε | |
| γ' πληθ. | εκρέουν(ε) | εξέρρεαν εκρέαν(ε) |
θα εκρέουν(ε) | να εκρέουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξέρρευσα | θα εκρεύσω | να εκρεύσω | εκρεύσει | ||
| β' ενικ. | εξέρρευσες | θα εκρεύσεις | να εκρεύσεις | έκρευσε | ||
| γ' ενικ. | εξέρρευσε | θα εκρεύσει | να εκρεύσει | |||
| α' πληθ. | εκρεύσαμε | θα εκρεύσουμε | να εκρεύσουμε | |||
| β' πληθ. | εκρεύσατε | θα εκρεύσετε | να εκρεύσετε | εκρεύστε | ||
| γ' πληθ. | εξέρρευσαν εκρεύσαν(ε) |
θα εκρεύσουν(ε) | να εκρεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκρεύσει | είχα εκρεύσει | θα έχω εκρεύσει | να έχω εκρεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκρεύσει | είχες εκρεύσει | θα έχεις εκρεύσει | να έχεις εκρεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκρεύσει | είχε εκρεύσει | θα έχει εκρεύσει | να έχει εκρεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκρεύσει | είχαμε εκρεύσει | θα έχουμε εκρεύσει | να έχουμε εκρεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκρεύσει | είχατε εκρεύσει | θα έχετε εκρεύσει | να έχετε εκρεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκρεύσει | είχαν εκρεύσει | θα έχουν εκρεύσει | να έχουν εκρεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.