εκρήγνυμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκρήγνυμαι < αρχαία ελληνική ἐκρήγνυμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐκρήγνυμι < ἐκ- + ῥήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wreh₁ǵ-

Ρήμα

εκρήγνυμαι

  1. παθαίνω έκρηξη, σκάω, συνήθως με δυνατό ήχο
  2. (μεταφορικά) γίνομαι με δύναμη ή βίαιο τρόπο, ξεσπάω
  3. (μεταφορικά) ξεσπάω, εκδηλώνομαι με δύναμη, βία, θυμό κ.λπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.