εκρηκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκρηκτικός | η | εκρηκτική | το | εκρηκτικό |
| γενική | του | εκρηκτικού | της | εκρηκτικής | του | εκρηκτικού |
| αιτιατική | τον | εκρηκτικό | την | εκρηκτική | το | εκρηκτικό |
| κλητική | εκρηκτικέ | εκρηκτική | εκρηκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκρηκτικοί | οι | εκρηκτικές | τα | εκρηκτικά |
| γενική | των | εκρηκτικών | των | εκρηκτικών | των | εκρηκτικών |
| αιτιατική | τους | εκρηκτικούς | τις | εκρηκτικές | τα | εκρηκτικά |
| κλητική | εκρηκτικοί | εκρηκτικές | εκρηκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκρηκτικός < (μεταφραστικό δάνειο) τη γαλλική explosif
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1885
Επίθετο
εκρηκτικός, -ή, -ό
- που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
- που μπορεί να καταστραφεί με έκρηξη
- (μεταφορικά) που εκδηλώνει με έντονο τρόπο συναισθήματα
- εκρηκτικός χαρακτήρας
- (μεταφορικά) που προκαλεί, που εξάπτει
- εκρηκτική ομορφιά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.