ρωγμή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρωγμή οι ρωγμές
      γενική της ρωγμής των ρωγμών
    αιτιατική τη ρωγμή τις ρωγμές
     κλητική ρωγμή ρωγμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ρωγμές σε δρόμο.

Ετυμολογία

ρωγμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥωγμή

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoɣˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρωγμή
παλιότερος συλλαβισμός: ρωγμή

Ουσιαστικό

ρωγμή θηλυκό

  1. η σχισμή που έχει τη μορφή μίας ακανόνιστης γραμμής η οποία εμφανίζεται στην επιφάνεια ενός στερεού σώματος
    ρωγμές δημιουργήθηκαν σε πολλά σπίτια από το σεισμό
  2. (μεταφορικά) η διάσπαση ενός συνόλου ή μίας ενότητας
    υπήρξαν πολλές ρωγμές στη σχέση μας τον τελευταίο καιρό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.