ζώνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζώνη οι ζώνες
      γενική της ζώνης των ζωνών
    αιτιατική τη ζώνη τις ζώνες
     κλητική ζώνη ζώνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια μαύρη ζώνη

Ετυμολογία

ζώνη < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ζώνη [1] < ζώννυμι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζώνη

Ουσιαστικό

ζώνη θηλυκό

  1. (ενδυμασία, και σε άλλες χρήσεις) δερμάτινη (ή κι από άλλο υλικό) λωρίδα, την οποία τυλίγουμε γύρω από τη μέση μας, συνήθως για να συγκρατούμε τα ρούχα μας αλλά και για άλλους λόγους, όπως διακοσμητικούς, θεραπευτικούς
     συνώνυμα: ζωνάρι, ζωστήρας
  2. οτιδήποτε μοιάζει με ζώνη ρούχου
  3. έπαθλο ή διακριτικό αθλητών πολεμικών τεχνών
    μαύρη ζώνη στο καράτε
  4. (μεταφορικά, με επιθετικό προσδιορισμό)
    1. περιοχή στην οποία συμβαίνει ό,τι ορίζει ο επιθετικός προσδιορισμός
      εμπόλεμη ζώνη
    2. χρονική περίοδος
      διαφημιστική ζώνη
  5. (αστρονομία) ζητούμενο λήμμα

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • ζώνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζώνη αἱ ζῶναι
      γενική τῆς ζώνης τῶν ζωνῶν
      δοτική τῇ ζών ταῖς ζώναις
    αιτιατική τὴν ζώνην τὰς ζώνᾱς
     κλητική ! ζώνη ζῶναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζών
γεν-δοτ τοῖν  ζώναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζώνη < λείπει η ετυμολογία ... με θέμα που απαντά στο ζώννυμι

Ουσιαστικό

ζώνη

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.