ζώνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζώνη | οι | ζώνες |
| γενική | της | ζώνης | των | ζωνών |
| αιτιατική | τη | ζώνη | τις | ζώνες |
| κλητική | ζώνη | ζώνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μια μαύρη ζώνη
Ετυμολογία
- ζώνη < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ζώνη [1] < ζώννυμι
- για σύγχρονους όρους τεχνολογίας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλικά zone, γαλλική zone, γερμανική Zone < αρχαία ελληνική ζώνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζώ‐νη
Ουσιαστικό
ζώνη θηλυκό
- (ενδυμασία, και σε άλλες χρήσεις) δερμάτινη (ή κι από άλλο υλικό) λωρίδα, την οποία τυλίγουμε γύρω από τη μέση μας, συνήθως για να συγκρατούμε τα ρούχα μας αλλά και για άλλους λόγους, όπως διακοσμητικούς, θεραπευτικούς
- οτιδήποτε μοιάζει με ζώνη ρούχου
- έπαθλο ή διακριτικό αθλητών πολεμικών τεχνών
- ↪ μαύρη ζώνη στο καράτε
- (μεταφορικά, με επιθετικό προσδιορισμό)
- (αστρονομία) → ζητούμενο λήμμα
Πολυλεκτικοί όροι
- αιγιαλίτιδα ζώνη
- ελευθέρα ζώνη
- ζώνη ασφαλείας
- εύρος ζώνης, ζωνικό εύρος (δίκτυο υπολογιστών)
- ζώνη προσγείωσης
- ζώνη συχνοτήτων
- ζώνη ώρας
Εκφράσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
η ζώνη του ρούχου
Αναφορές
- ζώνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- ζώνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ζώνη | αἱ | ζῶναι |
| γενική | τῆς | ζώνης | τῶν | ζωνῶν |
| δοτική | τῇ | ζώνῃ | ταῖς | ζώναις |
| αιτιατική | τὴν | ζώνην | τὰς | ζώνᾱς |
| κλητική ὦ! | ζώνη | ζῶναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζώνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζώναιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζώνη < → λείπει η ετυμολογία ... με θέμα που απαντά στο ζώννυμι
Ουσιαστικό
ζώνη
- (ενδυμασία) η ζώνη
- (Χρειάζεται επέκταση)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 544 (στίχοι 544-545)
- περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ | καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην.
- ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη | ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ | καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 544 (στίχοι 544-545)
Παράγωγα
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ζώνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.