βρακοζώνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βρακοζώνι | τα | βρακοζώνια |
| γενική | του | βρακοζωνιού | των | βρακοζωνιών |
| αιτιατική | το | βρακοζώνι | τα | βρακοζώνια |
| κλητική | βρακοζώνι | βρακοζώνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρακοζώνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρακοζώνι[1] < βρακί / βράκα (< ελληνιστική κοινή βράκαι < λατινική bracae, πληθυντικός του braca < γαλατικά brāca < πρωτογερμανική *brāks / *brōks (γλουτοί, παντελόνι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrāg- (γλουτοί, παντελόνι) < *bʰreg-: σπάω, χωρίζω) + ζώνη
Μεταφράσεις
βρακοζώνι
|
|
Αναφορές
- βρακοζώνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.