καλύπτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλύπτρα οι καλύπτρες
      γενική της καλύπτρας των καλυπτρών
    αιτιατική την καλύπτρα τις καλύπτρες
     κλητική καλύπτρα καλύπτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλύπτρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλύπτρα (σκέπασμα, πέπλος) < καλύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱel- (καλύπτω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈlip.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλύπτρα

Ουσιαστικό

καλύπτρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



αρχαία ελληνικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.