εύζωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εύζωνος οι εύζωνοι
      γενική του ευζώνου
& εύζωνου
των ευζώνων
    αιτιατική τον εύζωνο τους ευζώνους
     κλητική εύζωνε εύζωνοι
Δείτε και εύζωνας.
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οι Εύζωνοι μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη

Ετυμολογία

εύζωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔζωνος (ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης) < εὖ + ζώννυμι / ζωννύω (ο καλώς ζωσμένος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈev.zo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εύζωνος

Ουσιαστικό

εύζωνος αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος, ιστορία) στρατιώτης του ελληνικού πεζικού, με παραδοσιακή στολή
  2. μέλος της ελληνικής προεδρικής φρουράς

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.