διζωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διζωνικός | η | διζωνική | το | διζωνικό |
| γενική | του | διζωνικού | της | διζωνικής | του | διζωνικού |
| αιτιατική | τον | διζωνικό | τη | διζωνική | το | διζωνικό |
| κλητική | διζωνικέ | διζωνική | διζωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διζωνικοί | οι | διζωνικές | τα | διζωνικά |
| γενική | των | διζωνικών | των | διζωνικών | των | διζωνικών |
| αιτιατική | τους | διζωνικούς | τις | διζωνικές | τα | διζωνικά |
| κλητική | διζωνικοί | διζωνικές | διζωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
διζωνικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.