ζωνάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζωνάρι | τα | ζωνάρια |
| γενική | του | ζωναριού | των | ζωναριών |
| αιτιατική | το | ζωνάρι | τα | ζωνάρια |
| κλητική | ζωνάρι | ζωνάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζωνάρι < μεσαιωνική ελληνική, υποκοριστικό του ζώνη
Ουσιαστικό
ζωνάρι ουδέτερο
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.