αιγιαλίτιδα ζώνη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αιγιαλίτιδα ζώνη < → δείτε τις λέξεις αιγιαλίτιδα και ζώνη
Πολυλεκτικός όρος
αιγιαλίτιδα ζώνη
- η καθορισμένου πλάτους ζώνη περιμετρικά των ακτών μέσα στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία ενός κράτους, τα χωρικά ύδατα
Μεταφράσεις
αιγιαλίτιδα ζώνη
|
→ δείτε τη λέξη χωρική θάλασσα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.