ζώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζώνω < αρχαία ελληνική ζώννυμι, αόριστος: ἔζωσα
Ρήμα
ζώνω, πρτ.: έζωνα, στ.μέλλ.: θα ζώσω, αόρ.: έζωσα, παθ.φωνή: ζώνομαι, μτχ.π.π.: ζωσμένος
- σφίγγω με μία ζώνη, ένα λουρί
- περικυκλώνω μια περιοχή με δυνάμεις στρατιωτικές ή αστυνομικές
Εκφράσεις
- με ζώνουν τα φίδια: ανησυχώ σοβαρά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.