zone
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικοί όροι
Ρήμα
| ενεστώτας | zone |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | zones |
| αόριστος | zoned |
| παθητική μετοχή | zoned |
| ενεργητική μετοχή | zoning |
zone (en)
- διαιρώ σε ζώνες
- προσδιορίζω τη χρήση μίας ζώνης (περιοχής)
- χαζεύω, αφαιρούμαι, ονειρεύομαι ξύπνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.