εύζωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εύζωνας | οι | εύζωνες |
| γενική | του | εύζωνα | των | ευζώνων |
| αιτιατική | τον | εύζωνα | τους | εύζωνες |
| κλητική | εύζωνα | εύζωνες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εύζωνας < εύζων(ος) με μεταπλασμό σε -ας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈev.zo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐ζω‐νας
Μεταφράσεις
εύζωνας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.