ζυγός

Νέα ελληνικά (el)

Ζυγός για νομίσματα, Νομισματοκοπείο Νέας Ορλεάνης.
Δύο βόδια σε ζυγό.

Ετυμολογία

ζυγός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζυγός,[1] άλλη μορφή του ζυγόν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yugóm (ζυγός -ουσιαστικό-)

Προφορά

ΔΦΑ : /ziˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζυγός

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζυγός οι ζυγοί
      γενική του ζυγού των ζυγών
    αιτιατική τον ζυγό τους ζυγούς
     κλητική ζυγέ ζυγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζυγός αρσενικό

  1. όργανο μέτρησης της μάζας
    ζυγός ακριβείας
  2. ξύλινο εξάρτημα για το ζέψιμο των ζώων
    πέρνα το ζυγό στο βόδι
  3. η δουλεία, η σκλαβιά
    ο ζυγός των κατακτητών
  4. σειρά στρατιωτών, μαθητών κ.λπ. σε ειδική παράταξη και παράγγελμα
    εφ' ενός ζυγού ή επί δύο ζυγών κ.ο.κ.
    τους ζυγούς λύσατε! (αραιώσατε! ή πυκνώσατε!)
  5. (γεωγραφία) διάσελο, αυχένας (βουνού)
  6. για το ζώδιο  δείτε Ζυγός

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυγός η ζυγή το ζυγό
      γενική του ζυγού της ζυγής του ζυγού
    αιτιατική τον ζυγό τη ζυγή το ζυγό
     κλητική ζυγέ ζυγή ζυγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυγοί οι ζυγές τα ζυγά
      γενική των ζυγών των ζυγών των ζυγών
    αιτιατική τους ζυγούς τις ζυγές τα ζυγά
     κλητική ζυγοί ζυγές ζυγά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζυγός -ή - ό

  1. (αριθμητική) που διαιρείται ακριβώς με το 2, ο άρτιος (αριθμός), κάτι που είναι διπλό ή ζευγαρωτό
  2. ο κάτοχος Ι.Χ. με ζυγό αριθμό
    Δεν κυκλοφορώ σήμερα, είμαι ζυγός.

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

ζυγός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.