ζυγίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζυγίζω < μεσαιωνική ελληνική ζυγίζω < αρχαία ελληνική ζυγός + ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ziˈʝi.zo/

Ρήμα

ζυγίζοντας ψάρια στην αγορά

ζυγίζω (παθητική φωνή: ζυγίζομαι)

  1. (αμετάβατο) έχω συνολική μάζα, σύμφωνα με κάποια μονάδα μέτρησης
    πόσα κιλά ζυγίζεις;
  2. μετράω τη μάζα κάποιου πράγματος με ζυγαριά
    πρέπει να ζυγίσεις τα φρούτα για να υπολογίσεις την αξία τους και να τα πληρώσεις
  3. (μεταφορικά) εκτιμώ την ηθική αξία πράγματος
    δε μου αρέσει ο νέος φίλος σου· τον ζύγισα με το μάτι ότι είναι παλιοχαρακτήρας
  4. υπολογίζω τις θετικές και τις αρνητικές συνέπειες μιας ενέργειας, λόγου, κατάστασης κ.λπ.
    ζυγίζει τα λόγια του πολύ προσεκτικά
  5. τοποθετώ σε ζυγούς, στην ίδια οριζόντια ευθεία, ευθυγραμμίζω
    θα ζυγίσουμε προσεκτικά τα σημεία όπου θα φυτευτούν τα φυτά
  6. (ναυτικός όρος) κάνω να συμπέσει ο διαμήκης άξονας του πλοίου με τον άξονα του στενού ή της διώρυγας που πρόκειται να διαπλεύσει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.