ζυγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζυγίζω < μεσαιωνική ελληνική ζυγίζω < αρχαία ελληνική ζυγός + ίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ziˈʝi.zo/
Ρήμα

ζυγίζοντας ψάρια στην αγορά
ζυγίζω (παθητική φωνή: ζυγίζομαι)
- (αμετάβατο) έχω συνολική μάζα, σύμφωνα με κάποια μονάδα μέτρησης
- πόσα κιλά ζυγίζεις;
- μετράω τη μάζα κάποιου πράγματος με ζυγαριά
- πρέπει να ζυγίσεις τα φρούτα για να υπολογίσεις την αξία τους και να τα πληρώσεις
- (μεταφορικά) εκτιμώ την ηθική αξία πράγματος
- δε μου αρέσει ο νέος φίλος σου· τον ζύγισα με το μάτι ότι είναι παλιοχαρακτήρας
- υπολογίζω τις θετικές και τις αρνητικές συνέπειες μιας ενέργειας, λόγου, κατάστασης κ.λπ.
- ζυγίζει τα λόγια του πολύ προσεκτικά
- τοποθετώ σε ζυγούς, στην ίδια οριζόντια ευθεία, ευθυγραμμίζω
- θα ζυγίσουμε προσεκτικά τα σημεία όπου θα φυτευτούν τα φυτά
- (ναυτικός όρος) κάνω να συμπέσει ο διαμήκης άξονας του πλοίου με τον άξονα του στενού ή της διώρυγας που πρόκειται να διαπλεύσει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ζυγίζω | ζύγιζα | θα ζυγίζω | να ζυγίζω | ζυγίζοντας | |
| β' ενικ. | ζυγίζεις | ζύγιζες | θα ζυγίζεις | να ζυγίζεις | ζύγιζε | |
| γ' ενικ. | ζυγίζει | ζύγιζε | θα ζυγίζει | να ζυγίζει | ||
| α' πληθ. | ζυγίζουμε | ζυγίζαμε | θα ζυγίζουμε | να ζυγίζουμε | ||
| β' πληθ. | ζυγίζετε | ζυγίζατε | θα ζυγίζετε | να ζυγίζετε | ζυγίζετε | |
| γ' πληθ. | ζυγίζουν(ε) | ζύγιζαν ζυγίζαν(ε) |
θα ζυγίζουν(ε) | να ζυγίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ζύγισα | θα ζυγίσω | να ζυγίσω | ζυγίσει | ||
| β' ενικ. | ζύγισες | θα ζυγίσεις | να ζυγίσεις | ζύγισε | ||
| γ' ενικ. | ζύγισε | θα ζυγίσει | να ζυγίσει | |||
| α' πληθ. | ζυγίσαμε | θα ζυγίσουμε | να ζυγίσουμε | |||
| β' πληθ. | ζυγίσατε | θα ζυγίσετε | να ζυγίσετε | ζυγίστε | ||
| γ' πληθ. | ζύγισαν ζυγίσαν(ε) |
θα ζυγίσουν(ε) | να ζυγίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ζυγίσει | είχα ζυγίσει | θα έχω ζυγίσει | να έχω ζυγίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ζυγίσει | είχες ζυγίσει | θα έχεις ζυγίσει | να έχεις ζυγίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ζυγίσει | είχε ζυγίσει | θα έχει ζυγίσει | να έχει ζυγίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ζυγίσει | είχαμε ζυγίσει | θα έχουμε ζυγίσει | να έχουμε ζυγίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ζυγίσει | είχατε ζυγίσει | θα έχετε ζυγίσει | να έχετε ζυγίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ζυγίσει | είχαν ζυγίσει | θα έχουν ζυγίσει | να έχουν ζυγίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.