δουλεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δουλεία | οι | δουλείες |
| γενική | της | δουλείας | των | δουλειών |
| αιτιατική | τη | δουλεία | τις | δουλείες |
| κλητική | δουλεία | δουλείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δουλεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δουλεία < δουλεύω < δοῦλος. Συγκρίνετε με το δουλειά.
- για τον νομικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική servitude[1] Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική δουλεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðuˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δου‐λεί‐α δείτε και δουλειά
Ουσιαστικό
δουλεία θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- δουλεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- δουλεία < αρχαία ελληνική δουλεία < δουλεύω < δοῦλος
Ουσιαστικό
δουλεία θηλυκό
Πηγές
- δουλεία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δουλεία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δουλείᾱ | αἱ | δουλεῖαι |
| γενική | τῆς | δουλείᾱς | τῶν | δουλειῶν |
| δοτική | τῇ | δουλείᾳ | ταῖς | δουλείαις |
| αιτιατική | τὴν | δουλείᾱν | τὰς | δουλείᾱς |
| κλητική ὦ! | δουλείᾱ | δουλεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δουλείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δουλείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δουλεία θηλυκό
- δουλεία
- σκλαβιά
- υπηρεσία
- οι δούλοι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 23.3
- ἢν δὲ ἡ δουλεία ἐπανιστῆται, ἐπικουρεῖν Ἀθηναίους Λακεδαιμονίοις παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν.
- Αν οι δούλοι επαναστατήσουν, οι Αθηναίοι θα βοηθήσουν τους Λακεδαιμονίους μ᾽ όλες τους τις δυνάμεις και με κάθε τρόπο.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἢν δὲ ἡ δουλεία ἐπανιστῆται, ἐπικουρεῖν Ἀθηναίους Λακεδαιμονίοις παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 23.3
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δοῦλος
Πηγές
- δουλεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δουλεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.