ζύγισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζύγισμα τα ζυγίσματα
      γενική του ζυγίσματος των ζυγισμάτων
    αιτιατική το ζύγισμα τα ζυγίσματα
     κλητική ζύγισμα ζυγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζύγισμα < (ζυγίζω) ζυγισ- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzi.ʝi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζύγισμα
ζύγισμα ψαριών στην αγορά

Ουσιαστικό

ζύγισμα ουδέτερο

  • η διαδικασία μέτρησης του βάρους

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.