ζύγισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζύγισμα | τα | ζυγίσματα |
| γενική | του | ζυγίσματος | των | ζυγισμάτων |
| αιτιατική | το | ζύγισμα | τα | ζυγίσματα |
| κλητική | ζύγισμα | ζυγίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
