αυχένας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυχένας οι αυχένες
      γενική του αυχένα των αυχένων
    αιτιατική τον αυχένα τους αυχένες
     κλητική αυχένα αυχένες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανδρικός αυχένας

Ετυμολογία

αυχένας < αρχαία ελληνική αὐχήν

Ουσιαστικό

αυχένας αρσενικό

  1. ο σβέρκος, ο τράχηλος
     συνώνυμα: ζνίχι
  2. (γεωγραφία) το σημείο στο οποίο συναντώνται δύο γειτονικά υψώματα
     συνώνυμα: ζυγός, διάσελο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.