ζυγαριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζυγαριά οι ζυγαριές
      γενική της ζυγαριάς των ζυγαριών
    αιτιατική τη ζυγαριά τις ζυγαριές
     κλητική ζυγαριά ζυγαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παλαιού τύπου ζυγαριά
ηλεκτρονική ζυγαριά

Ετυμολογία

ζυγαριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζυγαρέα με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < αρχαία ελληνική ζυγός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /zi.ɣaɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζυγαριά

Ουσιαστικό

ζυγαριά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.