pair

Αγγλικά (en)

Ρήμα

pair (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pair pairs

pair (fr) αρσενικό

  1. ο ομότιμος
  2. (ιστορία, στο φεουδαρχικό σύστημα) άρχοντας που βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με κάποιον άλλο
  3. (Γαλλία) (κατά τα συντάγματα του 1814 και του 1830), μέλος της Ανώτατης νομοθετικής Εθνοσυνέλευσης, η οποία λεγόταν Chambre des Pairs
  4. (παρωχημένο) αυτός που είναι παρόμοιος, ίδιος

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pair pairs
θηλυκό paire paires

pair (fr)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.