διπλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπλός η διπλή το διπλό
      γενική του διπλού της διπλής του διπλού
    αιτιατική τον διπλό τη διπλή το διπλό
     κλητική διπλέ διπλή διπλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπλοί οι διπλές τα διπλά
      γενική των διπλών των διπλών των διπλών
    αιτιατική τους διπλούς τις διπλές τα διπλά
     κλητική διπλοί διπλές διπλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διπλός < ελληνιστική κοινή διπλός < αρχαία ελληνική διπλόος / διπλοῦς < δίς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwís

Επίθετο

διπλός, -ή, -ό

  1. πολλαπλασιαστικό αριθμητικό επίθετο
    1. που αποτελείται από δύο όμοια τμήματα ή φάσεις
      η χαρά μας σήμερα είναι διπλή, αφού γιορτάζει ο γιος μας και η κόρη μας έπιασε δουλειά
    2. που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές
      τόσα χρόνια ζούσε διπλή ζωή· κανείς δεν είχε καταλάβει ότι ήταν δίγαμος
    3. που υπάρχει σε δύο αντίγραφα, αντίτυπα κλπ
      Η διπλή ζωή της Βερόνικα (τίτλος ταινίας του Κριστόφ Κισλόφσκι)
      αντάλλαξα τα γραμματόσημα που τα είχα διπλά
  2. διπλάσιος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.