διπλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διπλός | η | διπλή | το | διπλό |
| γενική | του | διπλού | της | διπλής | του | διπλού |
| αιτιατική | τον | διπλό | τη | διπλή | το | διπλό |
| κλητική | διπλέ | διπλή | διπλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διπλοί | οι | διπλές | τα | διπλά |
| γενική | των | διπλών | των | διπλών | των | διπλών |
| αιτιατική | τους | διπλούς | τις | διπλές | τα | διπλά |
| κλητική | διπλοί | διπλές | διπλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διπλός < ελληνιστική κοινή διπλός < αρχαία ελληνική διπλόος / διπλοῦς < δίς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwís
Επίθετο
διπλός, -ή, -ό
- πολλαπλασιαστικό αριθμητικό επίθετο
- που αποτελείται από δύο όμοια τμήματα ή φάσεις
- η χαρά μας σήμερα είναι διπλή, αφού γιορτάζει ο γιος μας και η κόρη μας έπιασε δουλειά
- που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές
- τόσα χρόνια ζούσε διπλή ζωή· κανείς δεν είχε καταλάβει ότι ήταν δίγαμος
- που υπάρχει σε δύο αντίγραφα, αντίτυπα κλπ
- Η διπλή ζωή της Βερόνικα (τίτλος ταινίας του Κριστόφ Κισλόφσκι)
- αντάλλαξα τα γραμματόσημα που τα είχα διπλά
- που αποτελείται από δύο όμοια τμήματα ή φάσεις
- διπλάσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.