ζυγόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ζυγόν τὰ ζυγᾰ́
      γενική τοῦ ζυγοῦ τῶν ζυγῶν
      δοτική τῷ ζυγ τοῖς ζυγοῖς
    αιτιατική τὸ ζυγόν τὰ ζυγᾰ́
     κλητική ! ζυγόν ζυγᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζυγώ
γεν-δοτ τοῖν  ζυγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζυγόν < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *iugóm (ζυγός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ieug- (ενώνω, ζεύω)

Ουσιαστικό

ζυγόν ουδέτερο & ζυγός αρσενικό, πληθυντικός: ουδέτερο

  1. ζυγός] για το ζέψιμο
  2. το εξάρτημα της ζυγαριάς που έχει στα δύο άκρα του τις πλάστιγγες και το οποίο πρέπει να γίνει οριζόντιο για να επιτευχθεί το ζύγισμα
  3. παράταξη στρατιωτών σε μία γραμμή έτσι ώστε να είναι ο ένας δίπλα στον άλλο και να μην βλέπονται μεταξύ τους
     αντώνυμα:: στοῖχος

Ταυτόσημο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.