συζυγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συζυγία | οι | συζυγίες |
| γενική | της | συζυγίας | των | συζυγιών |
| αιτιατική | τη | συζυγία | τις | συζυγίες |
| κλητική | συζυγία | συζυγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συζυγία < αρχαία ελληνική συζυγία
Ουσιαστικό
συζυγία θηλυκό
- (γραμματική) ομάδα ρημάτων που κλίνονται με όμοιο τρόπο
- (αστρονομία) φαινομενική συνάντηση δύο ή περισσότερων πλανητών στο ίδιο τμήμα του ουρανού
Μεταφράσεις
ρηματική συζυγία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.