συζυγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συζυγία οι συζυγίες
      γενική της συζυγίας των συζυγιών
    αιτιατική τη συζυγία τις συζυγίες
     κλητική συζυγία συζυγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συζυγία < αρχαία ελληνική συζυγία

Ουσιαστικό

συζυγία θηλυκό

  1. (γραμματική) ομάδα ρημάτων που κλίνονται με όμοιο τρόπο
  2. (αστρονομία) φαινομενική συνάντηση δύο ή περισσότερων πλανητών στο ίδιο τμήμα του ουρανού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.