άρτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άρτιος | η | άρτια | το | άρτιο |
| γενική | του | άρτιου | της | άρτιας | του | άρτιου |
| αιτιατική | τον | άρτιο | την | άρτια | το | άρτιο |
| κλητική | άρτιε | άρτια | άρτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άρτιοι | οι | άρτιες | τα | άρτια |
| γενική | των | άρτιων | των | άρτιων | των | άρτιων |
| αιτιατική | τους | άρτιους | τις | άρτιες | τα | άρτια |
| κλητική | άρτιοι | άρτιες | άρτια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άρτιος < αρχαία ελληνική ἄρτιος < ἄρτι
Επίθετο
άρτιος, -η, -ο
- ακέραιος, ολοκληρωμένος, τέλειος, χωρίς ελλείψεις
- (μαθηματικά) για ακέραιο αριθμό: αυτός που διαιρείται διά του δύο δίχως να αφήνει υπόλοιπο, ζυγός
- όλοι οι τέλειοι αριθμοί είναι άρτιοι, για παράδειγμα 6, 28, 496
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.