άρτιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άρτιος η άρτια το άρτιο
      γενική του άρτιου της άρτιας του άρτιου
    αιτιατική τον άρτιο την άρτια το άρτιο
     κλητική άρτιε άρτια άρτιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άρτιοι οι άρτιες τα άρτια
      γενική των άρτιων των άρτιων των άρτιων
    αιτιατική τους άρτιους τις άρτιες τα άρτια
     κλητική άρτιοι άρτιες άρτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άρτιος < αρχαία ελληνική ἄρτιος < ἄρτι

Επίθετο

άρτιος, -η, -ο

  1. ακέραιος, ολοκληρωμένος, τέλειος, χωρίς ελλείψεις
  2. (μαθηματικά) για ακέραιο αριθμό: αυτός που διαιρείται διά του δύο δίχως να αφήνει υπόλοιπο, ζυγός

Συγγενικά

Αντώνυμα

  1. (μαθηματικά): περιττός, μονός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.