ανασφάλεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανασφάλεια | οι | ανασφάλειες |
| γενική | της | ανασφάλειας | των | ανασφαλειών |
| αιτιατική | την | ανασφάλεια | τις | ανασφάλειες |
| κλητική | ανασφάλεια | ανασφάλειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανασφάλεια < (καθαρεύουσα) ἀνασφάλεια < (καθαρεύουσα) ἀνασφαλής < (ελληνιστική κοινή) ἀνασφαλής
Ουσιαστικό
ανασφάλεια θηλυκό
- η έλλειψη αισθήματος ασφάλειας, σιγουριάς
- ανασφάλεια κοινωνική, οικονομική, συναισθηματική
- η φυσιολογική ανασφάλεια ενός μικρού παιδιού
- η παθολογική ανασφάλεια
- (λαϊκότροπο) (προφορικό), στον πληθυντικό
- Ένα ποσοστό ηγετών, όταν σιγουρέψουν την εκλογική τους νίκη και απαλλαγούν από ανασφάλειες και βασανιστικές σκέψεις αυτοϋποτίμησης, παύουν πια «να ακούνε», κι ας ήταν πριν πολύ ανοιχτοί. (Μίμης Ανδρουλάκης, Ε, Πρόεδρε!, , 2012)
Μεταφράσεις
ανασφάλεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.